ὀπτήρ

ὀπτήρ
ὀπτήρ
one who looks
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀπτῆρα — ὀπτήρ one who looks masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτῆρας — ὀπτήρ one who looks masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτῆρες — ὀπτήρ one who looks masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτῆρος — ὀπτήρ one who looks masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτῆρσι — ὀπτήρ one who looks masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτήρων — ὀπτήρ one who looks masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοπτήρ — κατοπτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. κατάσκοπος, ανιχνευτής («σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῡ ἔπεμψα», Αισχύλ.) 2. το χειρουργικό εργαλείο εδροδιαστολέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οπτήρ (< ὀπτήρ < θ. οπ τού ὄπωπα «βλέπω»), πρβλ. δι οπτήρ, επ… …   Dictionary of Greek

  • πανοπτήρ — ῆρος, ό, Μ πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀπτήρ (< θ. ὀπ τού ὄπωπα*), πρβλ. κατ οπτήρ] …   Dictionary of Greek

  • horópter — (Del gr. horos, límite + opter, el que mira.) ► sustantivo masculino ÓPTICA Línea recta que pasa por la intersección de los dos ejes ópticos, paralelamente a la que une los centros de los dos ojos del observador. TAMBIÉN horóptero * * * horópter… …   Enciclopedia Universal

  • διοπτήρ — ο (AM διοπτήρ Μ και θηλ. διόπτειρα, η) νεοελλ. 1. όργανο για διόπτευση 2. (τοπογρ.) σκοπευτική συσκευή γεωδαιτικών οργάνων για τη μέτρηση αποστάσεων και γωνιών μσν. θηλ. η διόπτειρα η οικονόμος αρχ. μσν. κατάσκοπος αρχ. 1. ανιχνευτής, παρατηρητής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”